τμῆξαι

τμῆξαι
τμήγω
cut
aor imperat mid 2nd sg
τμήγω
cut
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τμήγω — Α 1. τέμνω, κόβω, σχίζω 2. μέσ. τμήγομαι ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.) 3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”